To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Home
    • Arabic
      • Retail
        • Search
          • Term
            • الوارد أولًا يصرف أولا
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • FIFO. A method of valuing the cost of goods sold that uses the cost of the oldest items in inventory first. Investorwords.com - by Mohamed Kamel
          • Example sentence(s)
            • وبعد اجراء الجرد اتضح وجود ان عدد الوحدات المباعة 35 وحدة المطلوب احتساب قيمة البضاعة آخر المدة طبقا؟ 1- طريقة مايرد اولا يصرف اولا 2- طريقة مايرد اخيرا يصرف اولا 3- طريقة المتوسط المرجح 4- ايجاد كلفة البضاعة المباعة لكل طريقة - منتديات طلاب كلية ا� by Mohamed Kamel
          • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Greek
      • Retail
        • Search
          • Term
            • πρώτο εισερχόμενο - πρώτο εξερχόμενο
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • σύστημα/μέθοδος αποθήκευσης προϊόντων, όπου το πρώτο που εισέρχεται στην αποθήκη εξέρχεται αντίστοιχα πρώτο, δηλαδή τα προϊόντα με τη μεγαλύτερη και όχι συντομότερη διάρκεια παραμονής στην αποθήκη πωλούνται πρώτα. Αντώνυμο: Τελευταίο εισερχόμενο - πρώτο εξερχόμενο. Own research - by Marina Koutraki
          • Example sentence(s)
            • Ακόμα, οι δρομολογητές της προηγούμενης γενιάς (πολλοί από τους οποίους ακόμα βρίσκονται σε λειτουργία) χρησιμοποιούσαν τη στρατηγική “πρώτο εισερχόμενο πρώτο εξερχόμενο” (FIFO – First In First Out) στις ουρές τους, με αποτέλεσμα όταν περισσότερα πακέτα από όσα ο δρομολογητής μπορούσε να διαχειριστεί έφταναν σε αυτόν, η ουρά γέμιζε και τα αμέσως επόμενα πακέτα που έφταναν απορρίπτονταν. - ΔΙΠΛ. ΕΡΓ., ΑΓΓ. Γ. ΑΝΑΓ� by Marina Koutraki
            • Υπάρχει γραπτή διαδικασία για την κυκλοφορία του αποθέματος σύμφωνα με την αρχή FIFO (τα πρώτα εισερχόμενα, πρώτα εξερχόμενα) και για το χειρισμό των ληγμένων “προϊόντων”; - ΥΠΟΥΡ. ΑΓΡΟΤ. ΑΝΑΠΤΥΞΗ by Marina Koutraki
          • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Romanian
      • Retail
        • Search
          • Term
            • primul intrat, primul ieşit
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • Primul intrat, primul iesit (First-In, First-Out (FIFO)) Metoda contabila de identificare a ordinii in care sunt vandute articolele dintr-un stoc. In cazul acestei metode, ordinea de vanzare este ordinea cronologica in care articolele au fost cumparate. Intr-o perioada caracterizata prin inflatie, metoda FIFO tinde sa mentina costurile la un nivel scazut, insa are drept rezultat profituri raportate mai mari si, in consecinta, o obligatie fiscala mai mare. (2) Primul venit, primul servit. Regula stricta de executare a ordinelor de cumparare/vanzare pe piata de capital. eafacere.ro - by Mihai Badea (X)
          • Example sentence(s)
            • Identificarea specifică nu poate fi folosită în cazurile în care stocurile cuprind un număr mare de elemente care sunt, de regulă, fungibile. În aceste cazuri, metoda care permite selectarea acelor elemente ce rămân în stoc este metoda „primul intrat-primul ieşit” (FIFO) sau metoda a costului mediu ponderat (CMP). http://www.cafr.ro/servlet/DownloadForm?file=suport_curs/ias_2.doc - CAFR by Mihai Badea (X)
          • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Serbian, Croatian, Bulgarian, Catalan, Czech, Chinese, German, Dutch, English, Spanish, Persian (Farsi), French, Hindi, Hungarian, Italian, Japanese, Korean, Macedonian, Norwegian, Polish, Portuguese, Russian, Slovak, Thai, Turkish, Ukrainian, Vietnamese

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License