To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Home
    • Japanese
      • Genetics
        • Search
          • Term
            • デーム 
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • 一般的には相互に交配する集団(地域繁殖集団)が群れと見なされる。これをデームと呼ぶ事もある。しかし実際には交配可能な集団の内部に、より小さな集団が存在することもある。このばあい、古典的な群選択はデーム間群選択と呼ばれる。これは上述したように限られた状態でしか起こらないと考えられている。デーム内の小集団の間で起きるデーム内群選択は血縁選択と同じものだと考えられている[7]。 Wikipedia 郡選択 - by stock
          • Example sentence(s)
            • 同所的種分化 (Sympatric speciation)は、地理的な隔離がなく、一つのデーム(交配している集団)において個体の分散・移動の範囲のなかで生殖隔離をしたあらたな集団が生じることである。 - 日本進化学会ニュース (c) 日� by stock
          • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Greek
      • Genetics
        • Search
          • Term
            • δήμος
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • δήμος (deme) όρος που χρησιμοποιούν οι συστηματικοί για να περιγράψουν έναν τοπικό πληθυσμό από ελευθέρως διασταυρούμενα άτομα. Οι γενετιστές χρησιμοποιούν τον ταυτόσημο όρο "πληθυσμός". Συνήθως ένας δήμος καταλαμβάνει γεωγραφικά περιορισμένο χώρο· είναι όμως δυνατόν να εξαπλούται σε μια ολόκληρη ήπειρο ή ημισφαίριο της Γης. Πολλοί αλληλοδιασταυρούμενοι δήμοι συγκροτούν ένα είδος. Ένα είδος του οποίου οι δήμοι διαφέρουν μόνο κατά τη γεωγραφική θέση ονομάζεται μονοτυπικό. Αν υπάρχουν και άλλες διαφορές μεταξύ των δήμων, π.χ. μορφολογικές, βιοχημικές, ηθολογικές, χρωμοσωμικές, τότε το είδος ονομάζεται πολυτυπικό και οι διαφορετικοί δήμοι ισοδυναμούν προς υπο-είδη. (Υπογραφή: Β. ΚΙΟΡΤΣΗΣ) www.translatum.gr - by kefalak
          • Example sentence(s)
            • Πρόκειται για τη διευρυμένη οικογένεια, το χωριό, τη φυλή, το έθνος κ.λ.π. Ο B. Chiαrelli [20] προκειμένου να διευκρινίσει το πλαίσιο ορολογίας της Κοινωνικο-Οικολογικής ανθρώπινης μονάδας, εισήγαγε την έννοια του «δήμου» (Deme). Ο δήμος απαρτίζεται από Γυναίκες και Άνδρες και τους απόγονους τους. - @ithaca by kefalak
          • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Albanian
      • Genetics
        • Search
          • Term
            • nënpopullatë (popullatë vendase)
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • Nënpopullata është popullata (bashkësia) vendase e të gjithë organizmave të të njëjtit lloj (specieje) e cila fiton (me kalimin e kohës) dhe bëhet mbartëse e disa veçorive (që e dallojnë atë nga nënpopullata të tjera), si pasojë e kryerjes së vazhdueshme të shumimit/riprodhimit nëpërmjet marrëdhënieve të individëve përbërës të saj vetëm mes tyre. Own research - by Albana Dhimitri
          • Example sentence(s)
            • Duke u bazuar nga raporti i publikuar nga një grup specialistësh të IUCN (World Conservation Union) për arinjtë polar dy nga *nënpopullatat* më të mira në botë si ajo në Kanada dhe në pjesën jugore të detit Beaufort kanë pasur një rënie prej 22 % dhe 17% respektivisht gjatë dy dekad... - ekolevizja.org by Albana Dhimitri
            • 250 individe te maturuar, Te gjithe individet riprodhues takohen ne nje *nenpopullate* - faolex.fao.org by Albana Dhimitri
            • Biologji *Nënpopullata*, popullsia lokale - /www.catsg.org by Albana Dhimitri
          • Related KudoZ question
    Compare [close] Compare [close]
  • Compare this term in: Serbian, Croatian, Arabic, Bulgarian, Chinese, German, Dutch, English, Spanish, Finnish, French, Hungarian, Italian, Macedonian, Portuguese, Romanian, Russian, Turkish, Ukrainian

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License