To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Home
    • English
      • Search
        • Term
          • PPE (personal protective equipment)
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • Specialized clothing and equipment used as a safeguard against health hazards including exposure to infectious diseases through physical contact or airborne particles. PPE is designed to protect parts of the body typically exposed in normal attire, including the nose, mouth, eyes, hands and feet. Texas Medical Center
        • Example sentence(s)
          • Oregon has been ripping through PPE supplies as medical personnel try to repel the coronavirus threat. - Portland Business News by
          • Coronavirus: Minister admits PPE 'challenges and problems - BBC News by
          • Some 34 million facemasks, gloves and other protective items have been delivered to hospitals north of the Scottish border, First Minister Nicola Sturgeon said today. The national and devolved governments have been scrambling to battle shortages of personal protective equipment (PPE) after health workers and care staff became more vocal over safety fears. - METRO by
    Compare [close]
    • Turkish
      • Search
        • Term
          • Kişisel koruyucu donanım
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • Kişisel koruyucu donanım, koruyucu giysi, kask, koruma gözlüğü veya kullanıcının vücudunu yaralanma ve enfeksiyon gibi dış tehlikelere karşı koruyacak şekilde tasarlanmış diğer giysi veya ekipmandır. Wikipedia - by Omer Dasbilek
        • Example sentence(s)
          • Kişisel koruyucu ekidonanımpman, koruyucu giysi, kask, koruma gözlüğü veya kullanıcının vücudunu yaralanma ve enfeksiyon gibi dış tehlikelere karşı koruyacak şekilde tasarlanmış diğer giysi veya ekipmandır. Kişisel koruyucu ekipmanın amacı, mühendislik ve idari kontrollerin bu riskleri kabul edilebilir seviyelere düşürmek için mümkün veya etkili olmadığı durumlarda çalışanların maruz kalabileceği tehlikeleri azaltmaktır. - T.C. Çalışma ve Sosyal Güvenlik Baka by Omer Dasbilek
        • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Greek
      • Search
        • Term
          • ΜΑΠ (μέσα ατομικής προστασίας)
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • Τα Μέσα Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ), γνωστά και ως Είδη Ατομικής Προστασίας ή Personal Protective Equipment, αφορούν σε προστατευτικά ρούχα, κράνη ή καπέλα ασφαλείας, γυαλιά προστασίας, παπούτσια ασφαλείας ή άλλα ρούχα εργασίας ή εξοπλισμό που έχει σχεδιαστεί για να προστατεύει το σώμα όποιου τον φοράει από τραυματισμό, μόλυνση ή άλλο κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία του. Axion Cotton - by Nick Lingris
        • Example sentence(s)
          • Η χρήση των ΜΑΠ πρέπει να θεωρείται ως η τελευταία λύση για την προστασία των εργαζομένων και να χρησιμοποιείται μόνον εφόσον οι κίνδυνοι δεν μπορούν να αποφευχθούν ούτε να περιοριστούν επαρκώς με τεχνικά μέτρα ή μέσα συλλογικής προστασίας ή με μέτρα, μεθόδους ή διαδικασίες οργάνωσης της εργασίας. - ΕΛΙΝΥΑΕ by Nick Lingris
          • Είπε ότι εργάζονταν στα δύο τμήματα Covid που έχουν δημιουργηθεί στο νοσοκομείο, εκτιμώντας ότι κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό η εν λόγω εξέλιξη σχετίζεται με τα μέσα ατομικής προστασίας που παρέχονται στο προσωπικό. - Εφημ. Έθνος by Nick Lingris
          • «Θέλοντας να εκδηλώσουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους και να συνεισφέρουν στην καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19», όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί Τυποποίησης (CEN-CENELEC) πρότειναν και ο Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης (ΕΛΟΤ) αποφάσισε να διαθέσει χωρίς χρέωση, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ορισμένα πρότυπα για μέσα ατομικής προστασίας και ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό. - epixeiro.gr by Nick Lingris
        • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Serbian, Serbian, Croatian, Croatian, Arabic, Arabic, Bengali, Bengali, Bulgarian, Bulgarian, Czech, Czech, Chinese, Chinese, German, German, Dutch, Dutch, Greek, Spanish, Spanish, Estonian, Persian (Farsi), Persian (Farsi), Finnish, French, French, Hungarian, Hungarian, Indonesian, Indonesian, Italian, Italian, Japanese, Korean, Latvian, Malay, Polish, Polish, Portuguese, Portuguese, Romanian, Romanian, Russian, Russian, Slovak, Slovak, Slovenian, Slovenian, Turkish, Ukrainian, Ukrainian

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License