To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Home
    • Turkish
      • Search
        • Term
          • Kişisel koruyucu donanım
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • Kişisel koruyucu donanım, koruyucu giysi, kask, koruma gözlüğü veya kullanıcının vücudunu yaralanma ve enfeksiyon gibi dış tehlikelere karşı koruyacak şekilde tasarlanmış diğer giysi veya ekipmandır. Wikipedia - by Omer Dasbilek
        • Example sentence(s)
          • Kişisel koruyucu ekidonanımpman, koruyucu giysi, kask, koruma gözlüğü veya kullanıcının vücudunu yaralanma ve enfeksiyon gibi dış tehlikelere karşı koruyacak şekilde tasarlanmış diğer giysi veya ekipmandır. Kişisel koruyucu ekipmanın amacı, mühendislik ve idari kontrollerin bu riskleri kabul edilebilir seviyelere düşürmek için mümkün veya etkili olmadığı durumlarda çalışanların maruz kalabileceği tehlikeleri azaltmaktır. - T.C. Çalışma ve Sosyal Güvenlik Baka by Omer Dasbilek
        • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Greek
      • Search
        • Term
          • ΜΑΠ (μέσα ατομικής προστασίας)
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • Τα Μέσα Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ), γνωστά και ως Είδη Ατομικής Προστασίας ή Personal Protective Equipment, αφορούν σε προστατευτικά ρούχα, κράνη ή καπέλα ασφαλείας, γυαλιά προστασίας, παπούτσια ασφαλείας ή άλλα ρούχα εργασίας ή εξοπλισμό που έχει σχεδιαστεί για να προστατεύει το σώμα όποιου τον φοράει από τραυματισμό, μόλυνση ή άλλο κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία του. Axion Cotton - by Nick Lingris
        • Example sentence(s)
          • Η χρήση των ΜΑΠ πρέπει να θεωρείται ως η τελευταία λύση για την προστασία των εργαζομένων και να χρησιμοποιείται μόνον εφόσον οι κίνδυνοι δεν μπορούν να αποφευχθούν ούτε να περιοριστούν επαρκώς με τεχνικά μέτρα ή μέσα συλλογικής προστασίας ή με μέτρα, μεθόδους ή διαδικασίες οργάνωσης της εργασίας. - ΕΛΙΝΥΑΕ by Nick Lingris
          • Είπε ότι εργάζονταν στα δύο τμήματα Covid που έχουν δημιουργηθεί στο νοσοκομείο, εκτιμώντας ότι κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό η εν λόγω εξέλιξη σχετίζεται με τα μέσα ατομικής προστασίας που παρέχονται στο προσωπικό. - Εφημ. Έθνος by Nick Lingris
          • «Θέλοντας να εκδηλώσουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους και να συνεισφέρουν στην καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19», όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί Τυποποίησης (CEN-CENELEC) πρότειναν και ο Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης (ΕΛΟΤ) αποφάσισε να διαθέσει χωρίς χρέωση, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ορισμένα πρότυπα για μέσα ατομικής προστασίας και ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό. - epixeiro.gr by Nick Lingris
        • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Latvian
      • Search
        • Term
          • (IAL) individuālie aizsardzības līdzekļi
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • Individuālie aizsardzības līdzekļi ir izstrādājumi, ierīces un iekārtas, kuras nodarbinātais izmanto, lai aizsargātu savu drošību un veselību pret bīstamu vai kaitīgu darba vides riska faktoru iedarbību. Labklājības ministrija - by Kristine Sprula (Lielause)
        • Example sentence(s)
          • 1. Šie noteikumi nosaka minimālās prasības, kas jāievēro, lietojot darbā individuālos aizsardzības līdzekļus — izstrādājumus, ierīces, iekārtas un sistēmas, kuras darbinieks valkā vai citādi lieto, lai aizsargātu savu drošību un veselību pret viena vai vairāku darba vides risku iedarbību (turpmāk — aizsardzības līdzekļi). - Latvijas Vēstnesis by Kristine Sprula (Lielause)
          • GRIF partneri ir pasaulē lielākie individuālo aizsardzības līdzekļu (IAL) ražotāji. Ar šiem uzņēmumiem mums izveidojusies ilglaicīgi pārbaudīta un cieša sadarbība darba aizsardzības jomā. - GRIF by Kristine Sprula (Lielause)
          • Lai ražotu un piegādātu individuālās aizsardzības un dezinfekcijas līdzekļus, ir jāievēro prasības, kas noteiktas standartos. - VUGD by Kristine Sprula (Lielause)
        • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Serbian, Serbian, Croatian, Croatian, Arabic, Arabic, Bengali, Bengali, Bulgarian, Bulgarian, Czech, Czech, Chinese, Chinese, German, German, Dutch, Dutch, Greek, English, Spanish, Spanish, Estonian, Persian (Farsi), Persian (Farsi), Finnish, French, French, Hungarian, Hungarian, Indonesian, Indonesian, Italian, Italian, Japanese, Korean, Malay, Polish, Polish, Portuguese, Portuguese, Romanian, Romanian, Russian, Russian, Slovak, Slovak, Slovenian, Slovenian, Turkish, Ukrainian, Ukrainian

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License