To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Home
    • Greek
      • Medical (general)
        • Search
          • Term
            • δύσπνοια
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • Το υποκειμενικό αίσθημα δυσχέρειας της αναπνοής. Dorland's ιατρικό λεξικό, Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης 1997 Dorland's Ιατρικό Λεξικό - by Tatiana Rapakoulia
          • Example sentence(s)
            • Αγγλικός όρος dyspnea Ορισμός Δίψα αέρος που έχει ως αποτέλεσμα την κοπιώδη ή δύσκολη αναπνοή, και ορισμένες φορές συνοδεύεται από πόνο. Είναι φυσιολογικό όταν οφείλεται στην έντονη εργασία ή στην αθλητική δραστηριότητα. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Ο ασθενής αναφέρει ότι το έργο της αναπνοής είναι υπέρμετρο. Στις ενδείξεις της δύσπνοιας μπορεί να περιλαμβάνεται η ακουόμενη κοπιώδης αναπνοή, η συστολή των μεσοπλεύριων διαστημάτων, η έκφραση πόνου, τα διογκωμένα ρουθούνια, οι παράδοξες κινήσεις του θώρακα και της κοιλίας, η ασθμαίνουσα αναπνοή και περιστασιακά η κυάνωση. - Iatronet Ιατρικό λεξικό by Tatiana Rapakoulia
            • Η δύσπνοια (επίσης γνωστή σαν κοντανάσα, δυσκολία στην αναπνοή, δεν χορταίνω ανάσα) προκαλείται με πολλούς μηχανισμούς, που σχετίζονται με διαφορετικά προβλήματα στο ανθρώπινο σώμα. Στη διάρκεια της ζωής κάποιος μπορεί να νιώσει αραιά επεισόδια δύσπνοιας σαν μέρος των αυξημένων επιπέδων δραστηριότητας, όπως η εξαντλητική προσπάθεια ή κατά τη διάρκεια αλλαγής περιβαλλοντικών συνθηκών, όπως το ψηλό υψόμετρο ή οι πολύ αυξημένες θερμοκρασίες. Δύσπνοια επίσης φυσιολογικά μπορεί να παρατηρηθεί σε παχύσαρκους, έγκυες γυναίκες και σε αγχώδεις καταστάσεις. - Ελληνικό Κολλέγιο Καρ by Tatiana Rapakoulia
            • 3. Ποια είναι τα συμπτώματα, τα εργαστηριακά ευρήματα και η πρόγνωση της λοίμωξης από τον ιό? -Πυρετός (σε 90% των ασθενών), ξηρός βήχας (σε 68% των ασθενών), δύσπνοια (σε μικρότερο ποσοστό) είναι τα συνηθέστερα και σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκε ναυτία, έμετος, διάρροια (περίπου 5%). 16. Τι πρέπει να κάνω εάν νομίζω ότι έχω λοίμωξη από τον νέο κορωνοϊό? Εάν έχετε ταξιδέψει σε περιοχή με συρροή κρουσμάτων ή έχετε έρθει σε επαφή με κρούσμα και έχετε συμπτώματα όπως πυρετό, βήχα και δύσπνοια, ο ΕΟΔΥ συστήνει ψυχραιμία και επικοινωνία με τον οικογενειακό ιατρό ή/και τον ΕΟΔΥ... 21.Μπορεί ο νέος κορωνοϊός να προσβάλλει και το κεντρικό νευρικό σύστημα; Σύμφωνα με δημοσίευση στο Journal of Medical Virology, αρκετοί ασθενείς με COVID-19 που εμφάνισαν δύσπνοια δεν είχαν σημαντικά αντικειμενικά ή ακτινολογικά ευρήματα από τους πνεύμονες. - ΕΚΠΑ by Tatiana Rapakoulia
          • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Russian
      • Medical (general)
        • Search
          • Term
            • одышка (диспноэ)
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • Одышка (dyspnoe; син. диспноэ) - нарушение частоты, ритма, глубины дыхания или повышение работы дыхательных мышц, проявляющееся, как правило, субъективными ощущениями недостатка воздуха или затруднения дыхания. одышка гемическая (d. haemica) - О., обусловленная гипоксией дыхательного центра при нарушении транспорта кислорода кровью; наблюдается при анемии и гемоглобинопатии. Медицинский словарь - by Vanda Nissen
          • Example sentence(s)
            • Оды́шка (диспно́э) — одна из приспособительных функций организма, которая выражается в изменении частоты, ритма и глубины дыхания, нередко в сопровождении ощущений нехватки воздуха[1] - Википедия by Vanda Nissen
            • Одышка (диспноэ) — тягостное ощущение недостатка воздуха, в крайнем выражении принимающее вид удушья. Если одышка возникает у здорового человека на фоне физической нагрузки или выраженного психоэмоционального напряжения, она считается физиологической. Ее причиной является возросшая потребность организма в кислороде. В остальных случаях одышка вызвана каким-либо заболеванием и называется патологической. - Поликлиники "Авеню" by Vanda Nissen
          • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Serbian, Albanian, Arabic, Bulgarian, German, Dutch, English, Spanish, Persian (Farsi), French, Hungarian, Indonesian, Italian, Japanese, Korean, Polish, Portuguese, Romanian, Slovak, Slovenian, Turkish, Ukrainian

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License