Glossary entry (derived from question below)
Greek term or phrase:
is taking off
English translation:
απογειώνεται | ανοίγει τα φτερά του, ξεκινά το ταξίδι του
Greek term
taking off
Μετάφραση στα ελληνικά με ένα αντίστοιχο λογοπαίγνιο;
3 +2 | δοκιμάζει τα φτερά του | Nick Lingris |
3 +1 | ξεκινάει το ταξίδι του | Vasileios Paraskevas |
4 | ξεκίνησε τ9 ταξίδι του | Barbara Langley |
3 | σαλπάρει | Maria Roussou |
Oct 23, 2017 05:38: sterios prosiniklis changed "Language pair" from "English to Greek" to "Greek to English"
Oct 31, 2017 12:37: Nick Lingris Created KOG entry
Oct 31, 2017 12:38: Nick Lingris changed "Edited KOG entry" from "<a href="/profile/105864">Nick Lingris's</a> old entry - "is taking off "" to ""απογειώνεται | δοκιμάζει τα φτερά του, ξεκινά το ταξίδι του""
Proposed translations
δοκιμάζει τα φτερά του
Απλώς νομίζω ότι δεν πρέπει να λείπει. Και δεν έχει χρησιμοποιηθεί.
https://www.google.gr/search?q="δοκιμάζει τα φτερά του"&sour...
--------------------------------------------------
Note added at 44 mins (2017-10-22 20:13:48 GMT)
--------------------------------------------------
Και, φυσικά, και «ανοίγει τα φτερά του».
https://www.google.gr/search?q="ανοίγει τα φτερά του"&source...
Ευχαριστώ για τις όμορφες ιδέες σου Νίκο αλλά επειδή πρόκειται για κάτι ήδη καθιερωμένο (το πρόγραμμα ανανεώνεται - new edition) σκεφτόμουν κάτι σε *έτοιμο για απογείωση*... Πως σου φαίνεται; |
agree |
Kyriacos Georghiou
: Προτιμώ "άνοιξε τα φτερά του"
8 hrs
|
Ευχ! Καλημέρα, καλή βδομάδα.
|
|
agree |
Vasileios Paraskevas
: κι εγώ "ανοίγει τα φτερά του". Αλλιώς, αν "δοκιμάζει', αφήνει την υπόνοια ότι ίσως δεν είναι και τόσο έτοιμο...
12 hrs
|
ξεκίνησε τ9 ταξίδι του
οr in free translation ´απογειωθηκε’
get off the ground
Barbara, thank you, but as Nick said, this has already been suggested by Vassilis. |
neutral |
Nick Lingris
: Literally, for "is taking off", would mean the present tense, i.e. "απογειώνεται", or in free translation "ξεκινάει το ταξίδι του", which is the answer already given by Vassilis.
7 hrs
|
Discussion