When she moved into his tiny house in Stroud, and took charge of his four small children, Mother was thirty and still quite handsome. She had not, I suppose, met anyone like him before. This rather priggish young man, with his devout gentility, his airs and manners, his music and ambitions, his charm, bright talk, and undeniable good looks, overwhelmed her as soon as she saw him. So she fell in love with him immediately, and remained in love for ever. And herself being comely, sensitive, and adoring, she attracted my father also. And so he married her. And so later he left her - with his children and some more of her own.
When he'd gone, she brought us to the village and waited. She waited for thirty years. I don't think she ever knew what had made him desert her, though the reasons seemed clear enough. She was too honest, too natural for this frightened man; too remote from his tidy laws. She was, after all, a country girl; disordered, hysterical, loving. She was muddled and mischievous as a chimney-jackdaw, she made her nest of rags and jewels, was happy in the sunlight, squawked loudly at danger, pried and was insatiably curious, forgot when to eat or ate all day, and sang when sunsets were red. She lived by the easy laws of the hedgerow, loved the world, and made no plans, had a quick holy eye for natural wonders and couldn't have kept a neat house for her life. What my father wished for was something quite different, something she could never give him - the protective order of an unimpeachable suburbia, which was what he got in the end.
The three or four years Mother spent with my father she fed on for the rest of her life. Her happiness at that time was something she guarded as though it must ensure his eventual return. She would talk about it almost in awe, not that it had ceased but that it had happened at all. |
Όταν πήγε στο μικρό της σπίτι στο Στρούντ και ανέλαβε τη φροντίδα των τεσσάρων μικρών παιδιών της, η Μητέρα ήταν γύρω στα 30 και αρκετά όμορφη ακόμα. Ως τότε, δεν είχε γνωρίσει, υποθέτω, κανέναν άντρα σαν εκείνον. Ο σεμνότυφος αυτός νέος, με την ειλικρινή και εκλεπτεισμένη ευγένεια, την εμφάνιση και τους τρόπους του, τη μουσική και τους πόθους του, τη γοητεία, την εξαιρετικά έξυπνη ομιλία και την αναμφισβήτητη ομορφιά του, την αναστάτωσε από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρυσε. Τον ερωτεύτηκε αμέσως και παρέμεινε ερωτευμένη για πάντα. Aλλά και εκείνη κομψή και εύθυμη , ευαίσθητη, και αξιολάτρευτη όπως είναι, σαγήνευσε τον πατέρα μου. Έτσι την παντρεύτηκε, και έτσι αργότερα την παράτησε, μαζί με τα παιδιά του και ορισμένα από τα δικά της.
Όταν έφυγε, μας έφερε στο χωριό και περίμενε. Περίμενε για τριάντα χρόνια. Δε νομίζω ότι έμαθε ποτέ τι τον έκανε να την παρατήσει, εκτός από τους ολοφάνερους λόγους που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ήταν τόσο ειλικρινής, τόσο φυσική στα μάτια αυτού του φοβισμένου ανθρώπου, μα συνάμα τόσο απόμακρη απ'τους τυπικούς του κανόνες.
Ήταν, παρ'ολα αυτά, ένα κορίτσι της επαρχίας, ακατάστατο, ζωηρό, ευαίσθητο. Ήταν, παρ'ολα αυτά, ένα κορίτσι της επαρχίας, ακατάστατο, ζωηρό υπερκινητικό, ευαίσθητο, αποδιοργανωμένο και άτακτο σα μαύρη καλιακούδα. Φόραγε πέτράδια και κοσμήματα, χαιρόταν τη λιακάδα, ούρλιαζε δυνατά σε περίπτωση κινδύνου, προσευχόταν και ήταν αθεράπευτα περίεργο, ξέχναγε συνέχεια να φάει ή τι έφαγε, τραγούδαγε κάθε φορά που ο ήλιος κοκίνιζε όταν έδυε. Έζησε απλοϊκά σαν ένα κορίτσι στην ύπαιθρο, γνώριζε καλά τη φύση και θαύμαζε τα αξιοθέατά της, αγαπούσε τον κόσμο και δεν έκανε σχέδια, δεν μπορούσε ποτέ να κρατήσει το σπίτι συγυρισμένο. Αυτό που ήθελε ο πατέρας μου ήταν τελείως διαφορετικό, κάτι που η Μητέρα δε θα μπορούσε ποτέ να του προσφέρει: τη σιγουριά του τέλειου μεσοαστικού προαστίου, την οποία στο τέλος ο πατέρας κατάφερε να αποκτήσει.
Τα τρία ή τέσσερα χρόνια που πέρασε η Μητέρα με τον πατέρα μου γέμιζαν την υπόλοιπη ζωή της. Η ευτυχία της όλο εκείνο το διάστημα κράτησε όσο πίστευε πως εκείνος θα γύριζε. Μιλούσε γι' αυτό με δέος όχι γιατί έπαψε να πιστεύει, αλλά γιατί δε συνέβη ποτέ. [Subject edited by staff or moderator 2007-02-12 15:22]
|