To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Home Compare [close]
    • Polish
      • Search
        • Term
          • zarażenie, zarażanie, rozprzestrzenianie się choroby, zaraza, choroba zaraźliwa
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • 1. the communication of disease by direct or indirect contact. 2. a disease so communicated. 3. the medium by which a contagious disease is transmitted. 4. harmful or undesirable contact or influence. 5. the ready transmission or spread of an idea, emotion, etc. thefreedictionary - by mike23
        • Example sentence(s)
          • Terminu "zarażenie" używamy zwykle, kiedy mówimy o przeniesieniu czynnika zaraźliwego (wirusa, bakterii lub pasożytów) od nosiciela na człowieka. ... Zarazić możemy się od kogoś, np. drogą kropelkową w przypadku Covid-19, gdy ktoś kichnie lub będzie kaszlał, i to wówczas w naszym organizmie dochodzi do zainfekowania, czyli zakażenia – wyjaśnia dr Ewelina Król. ... Oznacza to, że aby mówić o zakażeniu, czyli wtargnięciu do organizmu drobnoustrojów, które namnażają się, wykorzystując nasze komórki, musi dojść do zarażenia. - Tak naprawdę jest to swoista gra słów, jednak częściej mówimy już o skutku zarażenia, czyli zakażeniu, np. bakteryjnym czy wirusowym, choć w przypadku koronawirusa użyłabym sformułowania infekcja wirusowa, ponieważ jest to stan zapalny organizmu, wywołany przez dany patogen, który wykorzystuje nasze komórki do namnażania się. Rolą układu odpornościowego jest do tego nie dopuścić – mówi dr Król. - portal.abczdrowie by mike23
        • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Greek
      • Search
        • Term
          • μετάδοση (λοίμωξης, ιού ή βακτηριδίου)
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • .Οι λοιμώδεις νόσοι μπορούν να εξαπλωθούν μέσω άμεσης επαφής με τρεις τρόπους: Άτομο σε άτομο: Η μετάδοση βακτηρίων ή ιών από άτομο σε άτομο μπορεί να συμβεί εάν το μολυσμένο πρόσωπο αγγίξει, βήξει ή φιλήσει σε άλλο άτομο που δεν είναι μολυσμένο. Τα ίδια μικρόβια μπορούν επίσης να εξαπλωθούν μέσω της ανταλλαγής σωματικών υγρών κατά τη σεξουαλική επαφή ή την μετάγγιση αίματος. Το ζώο σε άτομο: Το να δαγκώσει ή να γδαρθεί ένα άτομο από ένα μολυσμένο ζώο μπορεί να προκαλέσει ασθένεια ή να είναι θανατηφόρο σε ακραίες συνθήκες. Η διαχείριση ζωικών κοπράνω, όπως ο καθαρισμός κιβωτίων απορριμάτων γάτας, μπορεί επίσης να είναι επικίνδυνη. Μητέρα στο αγέννητο παιδί: Μια γυναίκα μπορεί να περάσει μικρόβια που προκαλούν μολυσματικές ασθένειες στο αγέννητο παιδί της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. humanitas.net - by Savvas SEIMANIDIS
        • Example sentence(s)
          • περίοδος μεταδοτικότητας ορίζεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αποβάλλεται ο λοιμογόνος παράγοντας στο περιβάλλον σε δόση επαρκή για την μετάδοσή του - Care by Savvas SEIMANIDIS
          • .. Η νοσοκομειακή μετάδοση της νόσου είναι αρκετά συνήθης. - ΕΟΔΥ by Savvas SEIMANIDIS
          • Η μετάδοση των παθογόνων μικροοργανισμών γίνεται με άμεση επαφή με δέρμα. βλεννογόνους ... - syzefxis by Savvas SEIMANIDIS
        • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Croatian, Croatian, Arabic, Arabic, Bulgarian, Bulgarian, German, German, Dutch, Dutch, Greek, English, Spanish, Persian (Farsi), Persian (Farsi), French, French, Indonesian, Italian, Italian, Polish, Portuguese, Portuguese, Romanian, Romanian, Russian, Russian, Turkish, Turkish, Ukrainian, Ukrainian

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License