good standing υπό καθεστώς «καλώς έχειν» * ταμειακή ενημερότητα * ασκών/-ούσα νομίμως το λειτούργημά του»/της * [πιστοποιητικό] νόμιμη σύστασης και λειτουργία

Creator:
Language pair:English to Greek
Definition / notes:https://www.proz.com/kudoz/english-to-greek/law-contracts/71...
https://www.proz.com/personal-glossaries/entry/35283452-cert...
URL:https://www2.proz.com/kudoz/english-to-greek/law-general/7142771-good-standing-with-the-office.html?phpv_redirected=1&phpv_redirected=2
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search