Translation glossary: corp

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 51-100 of 119
« Prev Next »
 
αποσβέσεις ενσώματων και άυλων παγίωνdepreciation and amortisation 
Greek to English   Accounting
αποτελέσματα εις νέοretained earnings 
Greek to English   Accounting
βιβλιάριο ανηλίκουminor\'s employment booklet 
Greek to English   Human Resources
για κάθε νόμιμη χρήσηfor every legal purpose (+) 
Greek to English
διακριτικός τίτλοςwith the distinctive title; trade name 
Greek to English
διαχειριστική χρήση / διαχειριστική περίο΄δοςfinancial period / fiscal year 
Greek to English
δικαιώματα προαίρεσηςstock options 
Greek to English
διπλοσυστημένη επιστολή [CY]signed-for registered letter; registered letter with acknowledgment of receipt 
Greek to English
ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχώνprivate company limited by shares 
Greek to English   Business/Commerce (general)
ιθύνουσα εταιρείαprincipal entity; holding company 
Greek to English   Computers: Hardware
καθεστώς διαλείπουσαςon a discontinuous/intermittent employment basis 
Greek to English   Human Resources
κατάθεση όψεως (λογαριασμός όψεως)demand deposit, sight account 
Greek to English
λήξη διάρκειας μη Φ.Π. (φυσικού προσώπου)expiration of a corporation\'s term / dissolution of a corporation 
Greek to English
λογαριασμοί τάξεως ενεργητικούoff-balance sheet assets accounts 
Greek to English
μετατρέψιμες ομολογίες ή ομόλογαconvertible bonds and debentures 
Greek to English
ομόρρυθμη εταιρίαgeneral partnership 
Greek to English
ομόρρυθμη εταιρία \\ ετερόρρυθμη εταιρείαgeneral partnership \\ limited partnership 
Greek to English
ονομαστικοποίησηregistration of stock 
Greek to English
σύμβαση εξαρτημένης εργασίαςemployment contract 
Greek to English
σύμβασης εξ επαχθούς αιτίαςcontract for pecuniary interest 
Greek to English   Law: Contract(s)
σύμβασης εξ επαχθούς αιτίαςcontract for pecuniary interest 
Greek to English   Law: Contract(s)
συμμετοχική εταιρεία / εταιρεία κατά μετοχές / εταιρεία κατά μετοχέςjoint-stock company 
Greek to English
ψηφολέκτηςscrutineer [BE] / poll-watcher/challenger/teller 
Greek to English
εκ περιτροπής εργασίαshiftwork 
Greek to English   Human Resources
ενεχυριούχοςpledgee 
Greek to English
εντεταλμένος σύμβουλοςexecutive director 
Greek to English
εξαιρετική απαρτίαexceptional quorum 
Greek to English
εξυγίανσηresolution, reorganisation, rehabilitation 
Greek to English
εξωεταιρική συμφωνίαshareholders\' agreement 
Greek to English
εταιρική χρήσηfiscal period 
Greek to English
ευεργέτημα διαιρέσεως ή διζήσεωςbenefit of division or discussion/excussion [beneficium divisionis/excussionis] 
Greek to English   Law: Contract(s)
επιβαρύνω τις μετοχέςencumber the shares / charge the shares 
Greek to English
Α.Φ.Μ.T.I.N. ή T.R.N 
Greek to English
ΑΦΜVAT Registration Number (εταιρείας); TIN, TRG (προσώπου) 
Greek to English
Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ)Hellenic Business Registry; General Commercial Registry 
Greek to English
ΔΟΥ ΦΑΕ (/ ΦΑΕΕ) / Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. (/ Φ.Α.Ε.Ε.) { x }TAX OFFICE: COMMERCIAL COMPANIES\' { x } OFFICΕ; INTERNAL REVENUE SERVICE { x } SA TAX OFFICE 
Greek to English
φορολογικά ενήμεροςhas no outstanding tax obligations 
Greek to English
χρεωστικοί τόκοι σε μεταφοράInterest charges carried forward 
Greek to English
Εφοριακός - ΠΕ/ ΑTax Officer – University Education /A 
Greek to English
προσυπογραφήendorsement, countersigning, co-signing [US] 
Greek to English
πρωτοφειλέτηςprimary debtor / principal debtor 
Greek to English
παρακοινωνία(granting a) sub-interest/sub-participation 
Greek to English
παρακολούθημα/προσάρτημα/παράρτημα/συστατικό ακινήτουadjunct; appurtenance/attachment/accessory; annex/fixture 
Greek to English   Real Estate
περιοριστικό ή αναβλητικό δικαίωμαspecified or deferred right 
Greek to English
πτωχευτικός συμβιβασμόςcomposition 
Greek to English
judgement under appealαναιρεσιβαλλόμενη απόφαση 
English to Greek   Law (general)
memorandum and articles of association / incorporationιδρυτική πράξη και καταστατικό, ιδρυτικό καταστατικό έγγραφο 
English to Greek   Business/Commerce (general)
non-assessable sharesμη επιβαρυνόμενες μετοχές, μετοχές μη υποκείμενες σε επιβάρυνση 
English to Greek   Investment / Securities
on an as converted basisως να είχαν μετατραπεί 
English to Greek
phantom stockεικονικές μετοχές 
English to Greek   Finance (general)
« Prev Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search