This site uses cookies.
Some of these cookies are essential to the operation of the site,
while others help to improve your experience by providing insights into how the site is being used.
For more information, please see the ProZ.com privacy policy.
English to Greek: Strabismus surgery General field: Medical Detailed field: Medical (general)
Source text - English Strabismus surgery
Strabismus surgery (also: extraocular muscle surgery, eye muscle surgery, or eye alignment surgery) is surgery on the extraocular muscles to correct strabismus, the misalignment of the eyes. With approximately 1.2 million procedures each year, extraocular muscle surgery is the third most common eye surgery in the United States.[1] The earliest successful strabismus surgery intervention is known to have been performed on 26 October 1839 by Johann Friedrich Dieffenbach on a 7-year-old esotropic child; a few earlier attempts had been performed in 1818 by William Gibson of Baltimore, a general surgeon and professor at the University of Maryland.[2]
The idea of treating strabismus by cutting some of the extraocular muscle fibers was published in American newspapers by New York oculist John Scudder in 1837.[3]
Types
Disinserting the medial rectus muscle
Eye muscle surgeries typically correct strabismus and include the following:[4][5]
Loosening / weakening procedures
Recession involves moving the insertion of a muscle posteriorly towards its origin.
Myectomy
Myotomy
Tenectomy
Tenotomy
Tightening / strengthening procedures
Resection involves detaching one of the eye muscles, removing a portion of the muscle from the distal end of the muscle and reattaching the muscle to the eye.[6]
Tucking
Advancement is the movement of an eye muscle from its original place of attachment on the eyeball to a more forward position.
Transposition / repositioning procedures
Adjustable suture surgery is a method of reattaching an extraocular muscle by means of a stitch that can be shortened or lengthened within the first post-operative day, to obtain better ocular alignment.[7][8]
Strabismus surgery is a one-day procedure. The patient spends only a few hours in the hospital with minimal preoperative preparation. The average duration of the surgery is variable. After surgery, the patient should expect soreness and redness. In cases of re-operations, more pain is expected. Resection of the muscles is more painful in the post operative period than recession. It also leaves redness that lasts longer and may cause some vomiting in the early post operative period.
The surgeon will provide the patient with a cover for his or her eyes that prevents light from entering. It is advisable for the patient to wear this, since stimulus to the eye (e.g., light, rolling of eyes) will cause discomfort.
Outcomes
Alignment and functional changes
Over- and undercorrection: Surgical intervention can result in the eyes being entirely aligned (orthophoria) or nearly so, or it can result in an over- or undercorrection that may necessitate further treatment or another surgical intervention. The likelihood that the eyes will stay aligned over the longer term is higher if the patient is able to achieve some degree of binocular fusion after surgery than if not. In a study on infantile esotropia patients who had either small-angle (8 diopters) esotropia or small-angle exotropia of the same size six months after the intervention, it was found that those who had the small-angle esotropia were more likely to have aligned eyes five years after the intervention than those with small-angle exotropia.[9] There is tentative evidence that children with infantile esotropia patients achieve better binocular vision post-operatively if the surgical treatment is performed early (see: Infantile esotropia#Surgery).
Other deviations: Strabismus surgery for oblique muscle disorders may result in consecutive misalignment of the eyes. First of all, dissociated vertical deviation may occur. There are indications that the severity of this deviation may be lower if a child is operated at a very young age.[10] Secondly, strabismus surgery may also result in subjective and objective cyclodeviation, possibly resulting in cyclotropia and rotational double vision (cyclodiplopia) if the visual system cannot compensate for it.[11][12]
For pure horizontal rectus muscle surgeries, it is known that vertical deviations, A and V patterns and cyclotropia can be anticipated or avoided by taking certain surgical precautions.[13]
Functional considerations: A frequent outcome of strabismus surgery is consecutive microtropia (also known as monofixation syndrome).[14]
Functional improvements and further benefits: For a long time it was thought that adult patients with long-standing strabismus could achieve only cosmetic improvement; in recent years there have been cases in which sensory fusion has occurred also in this type of patients provided that postoperative motor alignment is very high.[15] In case of pre-operative inward squint the correction expands the binocular visual field of the patient, improving peripheral vision. Furthermore, the restoration of ocular alignment can bring about psychosocial and economic benefits to the patient (see also: Psychosocial effects of strabismus).[15]
Complications
Diplopia occurs rather frequently in the first few weeks following surgery.
Complications that occur rarely or very rarely following surgery include: eye infection, hemorrhage in case of scleral perforation, muscle slip or detachment, or even loss of vision.
Eye muscle surgery gives rises to scarring (fibrosis); if scarring is extensive, it may be seen as raised and red tissue on the white of the eye. Fibrosis can be reduced by use of mitomycin C during surgery.[16]
A relatively new method, primarily devised by Swiss ophthalmologist Daniel Mojon, is minimally invasive strabismus surgery (MISS)[17][18]which has the potential to reduce the risk of complications and lead to faster visual rehabilitation and wound healing. Done under the operating microscope, the incisions into the conjunctiva are much smaller than in conventional strabismus surgery. A study published in 2017 documented fewer conjunctival and eyelid swelling complications in the immediate postoperative period after MISS with long-term results being similar between both groups.[19] MISS can be used to perform all types of strabismus surgery, namely rectus muscle recessions, resections, transpositions, and plications even in the presence of limited motility.[20]
Very rarely, potentially life-threatening complications may occur during strabismus surgery due to the oculocardiac reflex.[citation needed]
Translation - Greek Χειρουργική του στραβισμού
Η χειρουργική του στραβισμού (επίσης: χειρουργική εξοφθάλμιων μυών, χειρουργική οφθαλμικών μυών ή χειρουργική ευθυγράμμιση οφθαλμών) είναι μια χειρουργική επέμβαση στους εξοφθάλμιους μυς για τη διόρθωση του στραβισμού, δηλαδή της κακής ευθυγράμμισης των οφθαλμών. Με περίπου 1,2 εκατομμύρια επεμβάσεις κάθε χρόνο, η χειρουργική επέμβαση των εξωφθάλμιων μυών είναι η τρίτη συχνότερη οφθαλμική χειρουργική επέμβαση στις Ηνωμένες Πολιτείες.[1] Η πρώτη επιτυχημένη χειρουργική επέμβαση στραβισμού είναι γνωστό ότι πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1839 από τον Johann Friedrich Dieffenbach σε ένα παιδί ηλικίας 7 ετών με εσωτροπία. Είχαν πραγματοποιηθεί κάποιες προσπάθειες το 1818 από τον William Gibson από τη Βαλτιμόρη, γενικό χειρουργό και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Maryland.[2]
Η ιδέα της αντιμετώπισης του στραβισμού με την περικοπή ορισμένων εξοφθάλμιων μυϊκών ινών δημοσιεύθηκε σε αμερικανικές εφημερίδες από τον Νεοϋορκέζο οφθαλμίατρο John Scudder το 1837[3].
Τύποι
Διατομή της κατάφυσης του μεσαίου ορθού μυός
Οι χειρουργικές επεμβάσεις των οφθαλμικών μυών, οι οποίες χρησιμοποιούνται συνήθως για τη διόρθωση του στραβισμού, περιλαμβάνουν τις ακόλουθες:[4][5]
Επεμβάσεις χαλάρωσης / αποδυνάμωσης
Οπίσθια μετάθεση του μυός προς την έκφυσή του.
Μυεκτομή
Μυοτομία
Τενοντεκτομή
Τενοντοτομή
Επεμβάσεις σύσφιξης / ενίσχυσης
Η βράχυνση περιλαμβάνει την αποσύνδεση ενός από τους οφθαλμικούς μυς, την αφαίρεση ενός τμήματος του μυός από το απώτερο άκρο του μυός και την επανακαθήλωση του μυός επί του οφθαλμού.[6]
Πτύχωση
Πρόσθια μετάθεση είναι η μετακίνηση ενός οφθαλμικού μυός από την αρχική θέση κατάφυσής του στον βολβό του οφθαλμού σε μια πιο πρόσθια θέση.
Επεμβάσεις μετάθεσης καταφύσεων / επανατοποθέτησης
Η επέμβαση ρυθμιζόμενων ραμμάτων είναι μια μέθοδος επανακαθήλωσης ενός εξωφθάλμιου μυός μέσω ενός ράμματος, το οποίο δύναται να βραχυνθεί ή να επιμηκυνθεί εντός της πρώτης μετεγχειρητικής ημέρας, για την επίτευξη καλύτερης οφθαλμικής ευθυγράμμισης.[7][8]
Η χειρουργική επέμβαση του στραβισμού είναι διαδικασία μίας ημέρας. Ο ασθενής παραμένει για λίγες μόνο ώρες στο νοσοκομείο, με ελάχιστη προεγχειρητική προετοιμασία. Η μέση διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης είναι μεταβλητή. Μετά τη χειρουργική επέμβαση, ο ασθενής πρέπει να αναμένει πόνο και ερυθρότητα. Σε περιπτώσεις επαναληπτικών επεμβάσεων πρέπει να αναμένεται περισσότερος πόνος. Η βράχυνση των μυών είναι πιο οδυνηρή στην μετεγχειρητική περίοδο σε σχέση με την οπίσθια μετάθεση. Επίσης αφήνει μια ερυθρότητα που διαρκεί περισσότερο και μπορεί να προκαλέσει έμετο κατά την πρώιμη μετεγχειρητική περίοδο.
Ο χειρουργός χορηγεί στον ασθενή ένα κάλυμμα για τους οφθαλμούς του, το οποίο εμποδίζει την είσοδο του φωτός. Συνιστάται στον ασθενή να φορά αυτό το κάλυμμα, καθώς τα οφθαλμικά ερεθίσματα ( π.χ. φως, στριφογύρισμα των οφθαλμών) προκαλούν δυσφορία.
Εκβάσεις
Ευθυγράμμιση και λειτουργικές αλλαγές
Υπερ- και υπο-διόρθωση: Η χειρουργική παρέμβαση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη (ορθοφορία) ή μερική ευθυγράμμιση των οφθαλμών, ή μπορεί να οδηγήσει σε υπερ- ή υπο-διόρθωση, η οποία ενδέχεται να απαιτήσει περαιτέρω θεραπεία ή πρόσθετη χειρουργική επέμβαση. Η πιθανότητα να παραμείνουν ευθυγραμμισμένοι οι οφθαλμοί μακροπρόθεσμα είναι υψηλότερη αν ο ασθενής είναι σε θέση να επιτύχει ένα βαθμό διοφθάλμιας συγχώνευσης μετά από τη χειρουργική επέμβαση σε σχέση με έναν ασθενή που δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Μια μελέτη σε ασθενείς με βρεφική εσωτροπία, οι οποίοι είχαν είτε εσωτροπία μικρής γωνίας (8 διόπτρες) είτε εξωτροπία μικρής γωνίας του ιδίου μεγέθους έξι μήνες μετά την επέμβαση, έδειξε ότι εκείνοι που είχαν εσωτροπία μικρής γωνίας ήταν περισσότερο πιθανό να έχουν ευθυγραμμισμένους οφθαλμούς πέντε έτη μετά την επέμβαση σε σύγκριση με τους ασθενείς με εξωτροπία μικρής γωνίας.[9] Υπάρχουν προκαταρκτικές ενδείξεις ότι τα παιδιά με βρεφική εσωτροπία επιτυγχάνουν καλύτερη διοφθάλμια όραση μετεγχειρητικά, εάν η χειρουργική θεραπεία πραγματοποιηθεί εγκαίρως (βλέπε: Βρεφική εσωτροπία#Επέμβαση).
Άλλες αποκλίσεις: Η χειρουργική επέμβαση για διαταραχές λοξού μυός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διαδοχική κακή ευθυγράμμιση των οφθαλμών. Αρχικά, υπάρχει η πιθανότητα να παρουσιαστεί κάθετη απόκλιση . Υπάρχουν ενδείξεις ότι η σοβαρότητα αυτής της απόκλισης μπορεί να είναι μικρότερη εάν το παιδί υποβληθεί στην επέμβαση σε πολύ μικρή ηλικία.[10] Δεύτερον, η χειρουργική επέμβαση στραβισμού μπορεί επίσης να έχει ως αποτέλεσμα υποκειμενική και αντικειμενική κυκλοστροφική απόκλιση, η οποία πιθανώς να οδηγήσει σε κυκλοτροπία και περιστροφική διπλή όραση (κυκλο-διπλωπία), εάν το οπτικό σύστημα δεν μπορεί να την αντισταθμίσει.[11][12]
Για αμιγείς επεμβάσεις οριζόντιου ορθού μυός, είναι γνωστό ότι οι κάθετες αποκλίσεις, τα σύνδρομα A και V και η κυκλοτροπία μπορούν να προβλεφθούν ή να αποφευχθούν με τη λήψη ορισμένων χειρουργικών μέτρων προφύλαξης.[13]
Λειτουργικά ζητήματα: Ένα συχνό αποτέλεσμα της χειρουργικής επέμβασης του στραβισμού είναι η διαδοχική μικροτροπία (επίσης γνωστή ως σύνδρομο ετερόπλευρης προσήλωσης).[14]
Λειτουργικές βελτιώσεις και περαιτέρω οφέλη: Για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν ότι οι ενήλικες ασθενείς με μακροχρόνιο στραβισμό μπορούν να επιτύχουν μόνο αισθητικές βελτιώσεις. Τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει περιπτώσεις στις οποίες έχει παρατηρηθεί αισθητηριακή συγχώνευση (sensory fusion) και σε αυτούς τους τύπους ασθενών, με την προϋπόθεση ότι η μετεγχειρητική κινητική ευθυγράμμιση είναι πολύ υψηλή.[15] Σε περίπτωση προεγχειρητικού συγκλίνοντος στραβισμού, η διόρθωση επεκτείνει το διόφθαλμο οπτικό πεδίο του ασθενούς, βελτιώνοντας την περιφερειακή όραση . Επιπλέον, η αποκατάσταση της ευθυγράμμισης των οφθαλμών μπορεί να αποφέρει ψυχοκοινωνικά και οικονομικά οφέλη στον ασθενή (βλέπε επίσης: Ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις του στραβισμού).
Επιπλοκές
Η διπλωπία παρουσιάζεται σχετικά συχνά τις πρώτες εβδομάδες μετά τη χειρουργική επέμβαση.
Οι επιπλοκές που εμφανίζονται σπάνια ή πολύ σπάνια μετά τη χειρουργική επέμβαση περιλαμβάνουν: οφθαλμική λοίμωξη, αιμορραγία σε περίπτωση διάτρησης του σκληρού, μετατόπιση ή αποκόλληση μυός, ή ακόμη και απώλεια της όρασης.
Η χειρουργική επέμβαση οφθαλμικών μυών προκαλεί ουλές (ίνωση). Σε περίπτωση εκτεταμένης ούλωσης, μπορεί να παρατηρηθεί διογκωμένος και ερυθρός ιστός στο λευκό του οφθαλμού. Η ίνωση μπορεί να μειωθεί με τη χρήση μιτομυκίνης C κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.[16]
Μια σχετικά νέα μέθοδος, η οποία επινοήθηκε κατά κύριο λόγο από τον Ελβετό οφθαλμίατρο Daniel Mojon, είναι η ελάχιστα επεμβατική χειρουργική του στραβισμού (MISS)[17][18] , η οποία έχει τη δυνατότητα να μειώσει τον κίνδυνο επιπλοκών και να οδηγήσει σε ταχύτερη οπτική αποκατάσταση και επούλωση. Οι τομές στον επιπεφυκότα, οι οποίες πραγματοποιούνται με τη βοήθεια χειρουργικού μικροσκοπίου, είναι πολύ μικρότερες σε σχέση με τις συμβατικές χειρουργικές επεμβάσεις στραβισμού. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2017, κατέδειξε λιγότερες επιπλοκές οιδήματος επιπεφυκότα και βλεφάρων κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο μετά την MISS, με παρόμοια μακροπρόθεσμα αποτελέσματα μεταξύ των δύο ομάδων.[19] Η MISS μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση όλων των τύπων χειρουργικών επεμβάσεων στραβισμού και συγκεκριμένα για οπίσθιες μεταθέσεις, βραχύνσεις, μεταθέσεις καταφύσεων και πτυχώσεις ορθού μυός, ακόμα και με παρουσία περιορισμένης κινητικότητας. [20]
Υπάρχει επίσης η πιθανότητα εμφάνισης πολύ σπάνιων απειλητικών για τη ζωή επιπλοκών κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης στραβισμού, οι οποίες οφείλονται στο οφθαλμοκαρδιακό αντανακλαστικό.
English to Greek: Minimally invasive strabismus surgery General field: Medical Detailed field: Medical (general)
Source text - English Minimally invasive strabismus surgery
Minimally invasive strabismus surgery (MISS) is a technique in strabismus surgery that uses smaller incisions than the classical surgical approach to correct the condition, thus minimizing tissue disruption. The technique was basically introduced by Swiss ophthalmologist Daniel Mojon around 2007,[1] after the Belgian ophthalmologist Marc Gobin described the idea in 1994 in a French-language textbook.[2]
Indications
MISS is a technique that can be employed for all major types of strabismus surgery like rectus muscle recessions, resections, plications, reoperations, transpositions, oblique muscle recessions, or plications, and adjustable sutures, even in the presence of restricted motility. The smaller openings and the less traumatic procedure are in general associated with faster postoperative rehabilitation and less swelling and dyscomfort for the patient immediately after the procedure. It is supposed that the technique can be performed as an outpatient intervention in many patients (mainly adults) who would otherwise be hospitalized. [3] A study published in 2017 documented fewer conjunctival and eyelid swelling complications in the immediate postoperative period after MISS than after conventional strabismus surgery with long-term results being similar between both groups.[4] Another advantage is that MISS technique may decrease the risk of anterior segment ischaemia in some patients, particularly those suffering from Graves' ophthalmopathy. [5]
Principle
In MISS the operating microscope rather than magnifying glasses should be used by the surgeon. Instead of one large opening of the conjunctiva as is done in conventional strabismus surgery, several small cuts are placed where the main surgical steps, usually suturing, have to be performed. Openings are placed as far away from the corneal limbus as possible to minimize postoperative discomfort. Between two of these incisions, called keyhole openings, there is a "tunnel" used by the surgeon to insert the instrument for the treatment of the eye muscles.[6] At the end of the operation, the keyhole openings are closed with resorbable sutures. These mini-incisions are postoperatively covered by the eyelid. MISS openings markedly reduce the frequency and severity of corneal complications like, for example, dry eye syndrome and dellen formation, and will allow wearing contact lenses earlier. Long-term benefits are avoidance of an increase of redness of the visible conjunctiva and a decreased scarring of the perimuscular tissue, which will facilitate reoperations - if those should become necessary.[7]
Clinical results
The results after MISS regarding postoperative ocular alignment are widely described in the so far still limited literature on the technique to be about the same as in classical strabismus surgery. This was documented, for instance, in comparing 40 children; the group that had undergone the minimally invasive procedure, however, did show less swelling of the conjunctiva and the eyelids after surgery.[8] Lesser rates of complications and faster reconvalescence have been widely established as the main advantages of MISS.[9] The technique's efficacy has been shown for surgery of the rectus muscles[10][11][12] as well as for the surgery of the oblique muscles.[13] A group from India reported on the successful performance of MISS in patients with Graves' orbitopathy.[14]
Disadvantages and potential complications
MISS is more time-consuming than conventional surgery. Operating on the muscles through the tunnel is more demanding on the surgeon. The keyhole cuts may tear in older patients. If the tear involves Tenon's capsule, a visible scar may result. An excessive bleeding that cannot be stopped makes an enlargement of the cuts necessary to cauterize the vessel. Usually, a conversion to a limbal opening as in classical strabismus surgery can be avoided. There are few reports, though, on complications that are unique to MISS. [15]
Translation - Greek Ελάχιστα επεμβατική χειρουργική του στραβισμού
Η ελάχιστα επεμβατική χειρουργική του στραβισμού (MISS) είναι μια τεχνική στη χειρουργική του στραβισμού, στην οποία χρησιμοποιούνται μικρότερες τομές σε σχέση με την κλασική χειρουργική προσέγγιση για τη διόρθωση της πάθησης, ελαχιστοποιώντας έτσι τη διαταραχή του ιστού. Η συγκεκριμένη τεχνική εισήχθη ουσιαστικά από τον Ελβετό οφθαλμίατρο Daniel Mojon περίπου το 2007,[1] αφού πρώτα είχε περιγραφεί η ιδέα από τον Βέλγο οφθαλμίατρο Marc Gobin σε ένα εγχειρίδιο στη γαλλική γλώσσα το 1994.[2]
Ενδείξεις
Η MISS είναι μια τεχνική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλους τους μείζονες τύπους χειρουργικών επεμβάσεων του στραβισμού, όπως οι οπίσθιες μεταθέσεις, οι βραχύνσεις, οι πτυχώσεις, οι επαναληπτικές επεμβάσεις, οι μεταθέσεις καταφύσεων ορθού μυός, οι οπίσθιες μεταθέσεις ή πτυχώσεις λοξού μυός, καθώς και τα ρυθμιζόμενα ράμματα, ακόμα και με περιορισμένη κινητικότητα. Οι μικρότερες τομές και η λιγότερο τραυματική διαδικασία σχετίζονται γενικά με ταχύτερη μετεγχειρητική αποκατάσταση και λιγότερα οιδήματα και δυσφορία για τον ασθενή αμέσως μετά την επέμβαση. Η τεχνική αυτή θεωρείται ότι μπορεί να εκτελεστεί σε εξωτερικά ιατρεία σε πολλές περιπτώσεις ασθενών (κυρίως ενήλικες), οι οποίοι σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαζόταν να νοσηλευτούν.[3] Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2017 έδειξε λιγότερες επιπλοκές οιδήματος επιπεφυκότα και βλεφάρων στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο μετά την MISS, σε σύγκριση με την περίοδο μετά τη συμβατική χειρουργική αντιμετώπιση του στραβισμού, με παρόμοια μακροπρόθεσμα αποτελέσματα μεταξύ των δύο ομάδων.[4] Ένα άλλο πλεονέκτημα είναι ότι η τεχνική MISS δύναται να μειώσει τον κίνδυνο της ισχαιμίας πρόσθιου τμήματος σε ορισμένους ασθενείς, ιδιαίτερα σε εκείνους που πάσχουν από οφθαλμοπάθεια του Graves.[5]
Αρχή
Στην MISS, ο χειρουργός πρέπει να χρησιμοποιεί χειρουργικό μικροσκόπιο αντί μεγεθυντικών φακών. Αντί μίας μεγάλης διάνοιξης του επιπεφυκότα, όπως συμβαίνει στη συμβατική χειρουργική του στραβισμού, πραγματοποιούνται αρκετές μικρές τομές εκεί όπου πρέπει να εκτελεστούν τα βασικά χειρουργικά βήματα, συνήθως η συρραφή. Οι τομές πραγματοποιούνται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τη σκληροκερατοειδή στεφάνη, ώστε να ελαχιστοποιείται η μετεγχειρητική δυσφορία. Ανάμεσα σε δύο από αυτές τις τομές, οι οποίες αποκαλούνται οπές «κλειδαρότρυπας», υπάρχει μια «σήραγγα», η οποία χρησιμοποιείται από τον χειρουργό για την εισαγωγή του οργάνου για τη θεραπεία των οφθαλμικών μυών.[6] Στο τέλος της επέμβασης, οι οπές «κλειδαρότρυπας» συγκλείνονται με απορροφήσιμα ράμματα. Αυτές οι μικρές τομές καλύπτονται μετεγχειρητικά από το βλέφαρο. Οι διανοίξεις της MISS μειώνουν σημαντικά τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των επιπλοκών του κερατοειδούς όπως, για παράδειγμα, το σύνδρομο ξηροφθαλμίας και τον σχηματισμό Dellen, και δίνουν τη δυνατότητα στους ασθενείς να χρησιμοποιήσουν νωρίτερα φακούς επαφής. Στα μακροπρόθεσμα οφέλη συγκαταλέγονται η αποφυγή της αύξησης της ερυθρότητας του ορατού επιπεφυκότα και η μειωμένη ούλωση του περιμυϊκού ιστού, κάτι που διευκολύνει τις επαναληπτικές επεμβάσεις, εφόσον αυτές κριθούν απαραίτητες.[7]
Κλινικά αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα μετά την MISS όσον αφορά τη μετεγχειρητική οφθαλμική ευθυγράμμιση έχουν περιγραφεί ευρέως στη μέχρι σήμερα περιορισμένη βιβλιογραφία για την εν λόγω τεχνική, ως σχεδόν παρόμοια με αυτά της κλασικής χειρουργικής του στραβισμού. Αυτό τεκμηριώθηκε, για παράδειγμα, σε μια σύγκριση 40 παιδιών: η ομάδα ασθενών που είχαν υποβληθεί στην ελάχιστα επεμβατική διαδικασία παρουσίασαν μικρότερο οίδημα του επιπεφυκότα και των βλεφάρων μετά τη χειρουργική επέμβαση.[8] Τα μικρότερα ποσοστά επιπλοκών και η ταχύτερη ανάκαμψη έχουν καθιερωθεί ευρέως ως κύρια πλεονεκτήματα του MISS.[9] Η αποτελεσματικότητα της τεχνικής έχει δειχθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις των ορθών μυών[10][11][12] και των λοξών μυών.[13] Μια ομάδα από την Ινδία ανέφερε επιτυχή εκτέλεση MISS σε ασθενείς με κογχοπάθεια του Graves.[14]
Μειονεκτήματα και πιθανές επιπλοκές
Η MISS είναι περισσότερο χρονοβόρα από τη συμβατική χειρουργική επέμβαση. Η χειρουργική επέμβαση στους μυς μέσω της σήραγγας είναι πιο απαιτητική για τον χειρουργό. Οι οπές «κλειδαρότρυπας» μπορεί να σχιστούν σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας. Αν το σχίσιμο αυτό περιλαμβάνει την κάψα του Tenon, τότε μπορεί να σχηματιστεί μια ορατή ουλή. Σε περίπτωση υπερβολικής αιμορραγίας που δεν μπορεί να διακοπεί, καθίσταται απαραίτητη η μεγέθυνση των οπών, για την καυτηρίαση του αγγείου. Συνήθως, η μετατροπή σε διάνοιξη στο σκληροκερατοειδές όριο όπως στη συμβατική χειρουργική του στραβισμού, μπορεί να αποφευχθεί. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες αναφορές επιπλοκών που εμφανίζονται αποκλειστικά με την MISS.[15]
English to Greek: Anatomy and Histology of the Cervix General field: Science Detailed field: Biology (-tech,-chem,micro-)
Source text - English Anatomy and Histology of the Cervix
The cervix is is a hollow cone continuation of the uterus, the upper two-thirds of which is a distinct site in terms of diagnostic, staging and treatment criteria. The cervix is the lower, narrower third of the uterus. It is cylindrical, or conical, in shape, but size and shape vary widely with age, hormonal state, and parity. Under appropriate examination conditions, approximately half of its length is visible, typically 3 centimetres long by 2.5 centimetres wide, with the remainder lying above the vagina, beyond view.
The cervix is divided into three distinct histological zones: ectocervix, endocervix, and the transformation zone. Ectocervix, the outer portion of the cervix, is covered by non-keratinizing stratified squamous epithelium with a subjacent vascularized stroma. The squamous epithelium contains multiple cell layers (15 to 20 cells thick with a thickness of 200-400 microns) that vary due to age and the ratio of the hormones estrogen and progesterone. The layers relating to stages of increasing maturation are: basal (stratum cylindricum), parabasal (stratum spinosum profundum), intermediate (stratum spinosum superficiae) and superficial (stratum corneum). Basal cells are approximately cuboidal in shape, and have the largest nuclear-tocytoplasmic ratio of normal squamous cells. They are separated from the underlying stroma by the basal lamina a fine carpet of rough collagen fibres. Maturation is the process by which cells undergo changes in morphology or function during their life span. As maturation takes place, a cell will move gradually from the basal layer towards the epithelial surface, becoming progressively more flattened, with a reduction in nuclear size, but an overall increase in cell volume.
The thickness of the ectocervical epithelium ranges from 100 to 500 μm and is influenced by hormones estrogen and progesterone, and therefore varies with age but undergoes little change during the menstrual cycle.
The endocervix is lined by a single layer of mucus-producing columnar cells. The cells have small nuclei and a moderate amount of cytoplasm at the cell base.
The transformation zone: The junction between the squamous epithelium and the glandular epithelium is called the “new” squamocolumnar junction (SCJ), which is marked by a line of metaplasia. The exact location of the SCJ varies, with age and hormonal status being the most important factors which influence its location. It is adjacent to the new SCJ that the process of squamous metaplasia occurs throughout the reproductive years: this is a normal process, during which columnar epithelium is replaced by squamous epithelium. The border between the metaplastic epithelium arising during the reproductive years, and the original squamous epithelium, is called the “original SCJ.” The transformation zone (TZ) is the area of metaplastic epithelium between the original and new SCJs. It is within the TZ that over 90% of all cervical neoplasia arises. Metaplasia, which is particularly active during puberty and during a womans first pregnancy, increases the risk of abnormal changes, since there is a rapid turnover of new cells. The metaplastic epithelium adjacent to the new SCJ is the newest and the least mature squamous epithelium on the cervix. As new metaplastic epithelium arises, the older metaplastic epithelium is moved outward toward the original SCJ, leaving the newest and least mature metaplasia adjacent to the new SCJ. Underlying the epithelium in all three zones is the stromal layer primarily consisting of collagen devoid of any endometrial glands, characteristic of the stroma of the uterine corpus. The stromal layer also contains fibroblasts, inflammatory cells, and capillary beds.
Cell kinetics in the transitional zone:
In the basal layer, there are a limited number of committed stem cells in the transition zone. They are reversibly sleeping in G0 and capable of self-renewal. Normally, the committed stem cells take the way of asymmetrical division by giving rise to two daughter cells. One of the daughters inherits all natures of the mother and stays in the basal layer serving as the resource of stem cells, while another is able to divide and differentiate into more mature epithelial cells and is called precursor cell of the epithelium. It is postulated that the transitional zone is built up by a number of minimum proliferative unit (MPU)s. Each MPU contains a precursor cell that proceeds through several rounds of DNA replication and division and differentiates into mature epithelial cells, moving outwards to form a cell lineage. Different MPUs stand together unidentifiable by morphology. Older MPUs will finally die out by shedding off and is replaced by the new ones. When the epithelium is injured, the committed stem cells are responsible for repairing it by regeneration of MPUs, in which process the structures and functions of the epithelial cells and epithelium recover completely. If the MPUs proliferate faster than they die, a lesion of hyperplasia will arise. The lesion protrudes above the cervical surface and the cells of the hyperplastic lesion look normal. It is often the result of a responsive proliferation to inflammation. When inflammation is eliminated, it will disappear. In some cases, the committed stem cells in the glands may produce precursor cells that differentiate into squamous cells that occupy the glands partly or fully. This is the course we all know as metaplasia. The metaplasia has normal-looking cells and can be cured as long as the stimulation is removed. Neither the hyperplasia nor the metaplasias represent any true tumors. Challenged by some factors such as HPV, the committed stem cells become tumor stem cells. It is suggested that, in this way, tumors on the cervix are initiated. Neoplasia of the cervical squamous epithelium is classified as papilloma/condyloma, cervical intraepithelial neoplasia (CIN) and invasive carcinoma.
1.0 Cervical Cancer
Cancers of the cervix, vagina and vulva represent the malignancies seen in the lower female genital tract. Human Papillomavirus has been recognized as the key etiological factor in the development of cervical cancer. Cervical cancer is common among sexually active females between the ages of 20-49 years. The incidence of cervical cancer after 65 years sharply declines. Globally, this cancer is identified as the third most common cancer affecting women. However, in developing nations, cancer of the cervix is leading cause of cancer related death and cancer-related cause of referral in women.
This geographical disparity has been associated with effective screening methods, Human Papillomavirus Vaccine and empowerment of women in the developed world. In addition, this geographical disparity has been linked to the racial differences in the incidence of cancer of the cervix. Squamous cell carcinoma has been demonstrated in 75% of the cases diagnosed with cervical cancer. Pre-malignant lesions commonly precede invasive carcinoma of the cervix. Human Papillomavirus has been isolated in both pre-malignant and invasive carcinoma lesions of the uterine cervix.
Previously, cervical cancer was considered to result in the majority of cancer related deaths among women. Intensive research on the subject has facilitated the understanding of the biology and pathogenesis of cervical cancer. Currently, the introduction and success of the vaccine in reducing the incidence of cervical cancer has proven that this malignancy can be prevented.
Translation - Greek Ανατομία και ιστολογία του τραχήλου της μήτρας
Ο τράχηλος είναι μια δομή σε σχήμα κοίλου κώνου που αποτελεί συνέχεια της μήτρας, τα άνω δύο-τρίτα της οποίας αποτελούν διακριτή περιοχή όσον αφορά τα κριτήρια διάγνωσης, σταδιοποίησης και θεραπείας. Ο τράχηλος είναι το χαμηλότερο, στενότερο εν τρίτο της μήτρας. Έχει κυλινδρικό ή κωνικό σχήμα, αλλά το μέγεθος και το σχήμα του ποικίλουν αναλόγως της ηλικίας, της ορμονικής κατάστασης και της ικανότητας προς τεκνοποιία. Υπό τις ενδεδειγμένες συνθήκες εξέτασης, είναι ορατό το μισό περίπου μήκος του, με τυπικό μήκος 3 εκατοστά και πλάτος 2,5 εκατοστά, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του βρίσκεται επάνω από τον κόλπο, εκτός ορατού πεδίου.
Ο τράχηλος χωρίζεται σε τρεις διακριτές ιστολογικές ζώνες: εξωτράχηλος, ενδοτράχηλος και ζώνη μετασχηματισμού. Ο εξωτράχηλος, το εξωτερικό τμήμα του τραχήλου, καλύπτεται από μη κερατινοποιημένο πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο, με υποκείμενο αγγειούμενο στρώμα. Το πλακώδες επιθήλιο περιέχει πολλαπλές κυτταρικές στοιβάδες (πάχους 15 έως 20 κυττάρων με πάχος της τάξης των 200-400 μικρών), οι οποίες διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία και την αναλογία των ορμονών οιστρογόνο και προγεστερόνη. Οι στοιβάδες που σχετίζονται με τα στάδια της αυξανόμενης ωρίμανσης είναι: βασική (stratum cylindricum), παραβασική (stratum spinosum profundum), διάμεση (stratum spinosum superficiae) και επιφανειακή (stratum corneum). Τα βασικά κύτταρα έχουν σχεδόν κυβοειδές σχήμα και διαθέτουν τη μεγαλύτερη αναλογία πυρήνα-προς-κυτταρόπλασμα από τα φυσιολογικά πλακώδη κύτταρα. Διαχωρίζονται από το υποκείμενο στρώμα με τη βασική μεμβράνη, ένα λεπτό "χαλί" από σκληρές ίνες κολλαγόνου. Ωρίμανση είναι η διαδικασία μέσω της οποίας τα κύτταρα υφίστανται αλλαγές στη μορφολογία ή τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους. Κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης, ένα κύτταρο μετακινείται σταδιακά από τη βασική στοιβάδα προς την επιθηλιακή επιφάνεια, ενώ στην πορεία αυτή καθίσταται προοδευτικά περισσότερο πεπλατυσμένο, με μείωση του μεγέθους του πυρήνα, αλλά συνολική αύξηση στον όγκο του κυττάρου.
Το πάχος του εξωτραχηλικού επιθηλίου κυμαίνεται από 100 έως 500 μm και εξαρτάται από τις ορμόνες οιστρογόνο και προγεστερόνη. Συνεπώς, διαφέρει ανάλογα με την ηλικία, αλλά υφίσταται περιορισμένες μόνο αλλαγές κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως.
Ο ενδοτράχηλος είναι επενδεδυμένος με μία μονήρη στοιβάδα βλεννοπαραγωγών κιονοειδών κυττάρων. Τα κύτταρα αυτά έχουν μικρούς πυρήνες και μέτρια ποσότητα κυτταροπλάσματος στη βάση του κυττάρου.
Η ζώνη μετασχηματισμού: Η συμβολή ανάμεσα στο πλακώδες επιθήλιο και το αδενικό επιθήλιο καλείται "νέα" αδενοπλακώδης συμβολή (SCJ), η οποία οριοθετείται από μια γραμμή μετάπλασης. Η ακριβής θέση της SCJ ποικίλλει και η ηλικία και η ορμονική κατάσταση είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη θέση της. Η διαδικασία της πλακώδους μετάπλασης λαμβάνει χώρα δίπλα στη νέα SCJ καθ' όλη τη διάρκεια των αναπαραγωγικών ετών: αυτή είναι μια φυσιολογική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας το κιονοειδές επιθήλιο αντικαθίσταται από το πλακώδες επιθήλιο. Το όριο ανάμεσα στο μεταπλαστικό επιθήλιο που προκύπτει κατά τη διάρκεια των αναπαραγωγικών ετών και το αυθεντικό πλακώδες επιθήλιο, καλείται “αυθεντική SCJ.” Η ζώνη μετασχηματισμού (TZ) είναι η περιοχή του μεταπλαστικού επιθηλίου ανάμεσα στην αυθεντική και τη νέα SCJ. Εντός της TZ λαμβάνει χώρα πάνω από το 90% του συνόλου της νεοπλασίας στον τράχηλο της μήτρας. Η μετάπλαση, η οποία είναι ιδιαιτέρως ενεργή κατά τη διάρκεια της εφηβείας και κατά την πρώτη κύηση της γυναίκας, αυξάνει τον κίνδυνο παθολογικών αλλαγών, καθώς σημειώνεται ταχεία παραγωγή νέων κυττάρων. Το μεταπλαστικό επιθήλιο δίπλα στη νέα SCJ είναι το νεότερο και λιγότερο ώριμο πλακώδες επιθήλιο στον τράχηλο της μήτρας. Καθώς αναφύεται το νέο μεταπλαστικό επιθήλιο, το παλαιότερο μεταπλαστικό επιθήλιο απομακρύνεται προς την αυθεντική SCJ, αφήνοντας τη νεότερη και λιγότερο ώριμη μετάπλαση δίπλα στη νέα SCJ. Η υποκείμενη δομή του επιθηλίου και στις τρεις ζώνες είναι η στοιβάδα του στρώματος που αποτελείται κυρίως από κολλαγόνο χωρίς ενδομήτριους αδένες, ένα χαρακτηριστικό του σώματος της μήτρας. Η στοιβάδα του στρώματος περιέχει επίσης ινοβλάστες, φλεγμονώδη κύτταρα και τριχοειδικές κοίτες.
Κινητική των κυττάρων στη μεταβατική ζώνη:
Στη βασική στοιβάδα, υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός βλαστικών κυττάρων καθορισμένης κυτταρικής σειράς στη μεταβατική ζώνη. Αυτά είναι αναστρέψιμα αδρανή στη φάση G0 και έχουν τη δυνατότητα αυτο-ανανέωσης. Κανονικά, τα βλαστικά κύτταρα καθορισμένης κυτταρικής σειράς υφίστανται ασύμμετρη διαίρεση, από την οποία προκύπτουν δύο θυγατρικά κύτταρα. Ένα από τα θυγατρικά κύτταρα κληρονομεί όλες τις ιδιότητες του μητρικού κυττάρου και παραμένει στη βασική στοιβάδα δρώντας ως πηγή βλαστικών κυττάρων, ενώ το άλλο έχει τη δυνατότητα διαίρεσης και διαφοροποίησης σε ωριμότερα επιθηλιακά κύτταρα και καλείται πρόδρομο κύτταρο του επιθηλίου. Εκτιμάται ότι η μεταβατική ζώνη αποτελείται από μια σειρά ελάχιστων υπερπλαστικών μονάδων (MPU). Κάθε MPU περιέχει ένα πρόδρομο κύτταρο που περνά από διάφορα στάδια αντιγραφής του DNA και διαίρεσης, και διαφοροποιείται σε ώριμα επιθηλιακά κύτταρα, μετακινούμενο προς τα έξω για το σχηματισμό κυτταρικής γενεαλογικής σειράς. Διαφορετικές MPU συναθροίζονται χωρίς δυνατότητα μορφολογικής διάκρισης. Οι παλαιότερες MPU διασκορπίζονται και τελικά πεθαίνουν και αντικαθίστανται από τις νέες. Όταν το επιθήλιο τραυματίζεται, τα βλαστικά κύτταρα καθορισμένης κυτταρικής σειράς είναι υπεύθυνα για την επιδιόρθωσή του μέσω της αναγέννησης των MPU, διαδικασία στην οποία ανακτώνται πλήρως οι δομές και λειτουργίες των επιθηλιακών κυττάρων και του επιθηλίου. Εάν οι MPU πολλαπλασιάζονται ταχύτερα από το ρυθμό με τον οποίον πεθαίνουν, τότε προκύπτει υπερπλαστική αλλοίωση. Αυτή η αλλοίωση προεξέχει επάνω από την επιφάνεια του τραχήλου και τα κύτταρα της υπερπλαστικής αλλοίωσης μοιάζουν φυσιολογικά. Συχνά είναι αποτέλεσμα ενός πολλαπλασιασμού ως απάντηση σε μια φλεγμονή. Όταν η φλεγμονή εξαλείφεται, αυτή εξαφανίζεται. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα βλαστικά κύτταρα καθορισμένης κυτταρικής σειράς στους αδένες παράγουν πρόδρομα κύτταρα που διαφοροποιούνται σε πλακώδη κύτταρα, τα οποία καταλαμβάνουν εν μέρει ή εν όλω τους αδένες. Αυτή η διαδικασία είναι γνωστή ως μετάπλαση. Η μετάπλαση διαθέτει κύτταρα με φυσιολογική εμφάνιση και μπορεί να ιαθεί με αφαίρεση της διέγερσης. Οι υπερπλασίες και οι μεταπλάσεις δεν συνιστούν πραγματικούς όγκους. Κατόπιν πρόκλησης με ορισμένους παράγοντες όπως ο HPV, τα βλαστικά κύτταρα καθορισμένης κυτταρικής σειράς μετατρέπονται σε καρκινικά βλαστικά κύτταρα. Θεωρείται ότι με αυτόν τον τρόπο εμφανίζονται οι όγκοι στον τράχηλο. Η νεοπλασία του πλακώδους επιθηλίου του τραχήλου ταξινομείται ως θήλωμα/κονδύλωμα, τραχηλική ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία (CIN) και διηθητικό καρκίνωμα.
1.0 Καρκίνος του τραχήλου της μήτρας
Οι καρκίνοι του τραχήλου της μήτρας, του κόλπου και του αιδοίου, αποτελούν τις κακοήθειες που παρατηρούνται στο κατώτερο γεννητικό σύστημα του θήλεος. Ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων έχει αναγνωριστεί ως ο βασικός αιτιολογικός παράγοντας της ανάπτυξης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας συναντάται συχνά στις σεξουαλικά ενεργές γυναίκες ηλικίας 20-49 ετών. Η επίπτωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας μειώνεται δραστικά μετά τα 65 έτη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτός ο καρκίνος θεωρείται ως ο τρίτος συχνότερος καρκίνος που προσβάλλει τις γυναίκες. Ωστόσο, στις αναπτυσσόμενες χώρες, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι η βασική αιτία θανάτων που σχετίζονται με τον καρκίνο και αιτία παραπομπής γυναικών σε σχέση με τον καρκίνο.
Αυτή η γεωγραφική διασπορά έχει σχετισθεί με την αποτελεσματικότητα των μεθόδων ελέγχου, το εμβόλιο κατά του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων και τα αυξημένα δικαιώματα των γυναικών στον ανεπτυγμένο κόσμο. Επιπλέον, αυτή η γεωγραφική διασπορά έχει συνδεθεί με τις φυλετικές διαφορές στην επίπτωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα παρουσιάζεται στο 75% των περιστατικών που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Του διηθητικού καρκινώματος του τραχήλου συνήθως προηγούνται προκακοήθεις αλλοιώσεις. Ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων έχει απομονωθεί τόσο σε προκακοήθεις αλλοιώσεις όσο και σε διηθητικά καρκινώματα του τραχήλου της μήτρας.
Στο παρελθόν, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας θεωρείτο υπεύθυνος για την πλειοψηφία των θανάτων γυναικών που σχετίζονται με τον καρκίνο. Η εντατική έρευνα στο αντικείμενο έχει διευκολύνει την κατανόηση της βιολογίας και της παθογένεσης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Επί του παρόντος, η εισαγωγή του εμβολίου και η επιτυχία του στη μείωση της επίπτωσης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας έχει αποδείξει ότι αυτή η κακοήθεια μπορεί να προληφθεί.
More
Less
Translation education
Master's degree - Heriot-Watt University, School of Managements and Languages, M.Sc. in Translation and CAT Tools
Experience
Years of experience: 19. Registered at ProZ.com: Jan 2008. Became a member: Mar 2008.